- ὑπερβαλλόντως
- ὑπερβαλλόντωςindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερβαλλόντως — ὑπερβαλλόντως ΝΜΑ επίρρ. υπέρμετρα, υπερβολικά, καθ υπερβολήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβάλλων, οντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
πολύδενδρος — η, ο / πολύδενδρος, ον, ΝΜΑ, και πολύδεντρος Ν (για τόπο) αυτός που έχει πολλά δέντρα, ο κατάφυτος από δέντρα (α. «ώς μέσα εις τα πολύδενδρα δάση... εισπνέει το... φύσημα», Κάλβ. β. «μεγαλόδενδρός τε καὶ πολύδενδρος ὑπερβαλλόντως ἐστὶ και… … Dictionary of Greek
υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… … Dictionary of Greek